διαπρέποντας

διαπρέποντας
διαπρέπω
appear prominent
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γκίνες, Άλεκ — (Sir Alec Guinness, Λονδίνο, 1914 – 2000). Βρετανός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Ξεκίνησε την καριέρα του από το θέατρο τη δεκαετία του 1930, ενώ αναδείχθηκε στον κινηματογράφο με την ταινία του Ντέιβιντ Λιν (βλ. λ.) Μεγάλες… …   Dictionary of Greek

  • Κοκλέν — (Coquelin). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων ηθοποιών του θεάτρου. 1. Κονστάν (Constant Benoit, Μπουλόν σιρ Μερ 1841 – Κουιγί Σεν Ζερμέν, Σεν ε Μαρν 1909).Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής του. Ερμήνευσε πολλούς διαφορετικούς… …   Dictionary of Greek

  • Λι, Βίβιαν — (Vivien Leigh, Νταρτζίλινγκ, Ινδία 1913 – Λονδίνο 1967). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αγγλίδας ηθοποιού του θεάτρου και του κινηματογράφου Βίβιαν Μέρι Χάρτλεϊ (Vivian Mary Hartley). Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1935 και αμέσως απέκτησε φήμη ως… …   Dictionary of Greek

  • Νέζερ, Χριστόφορος — (Aθήνα 1889 – 1970). Ηθοποιός. Γιος του επίσης ηθοποιού και συνδικαλιστή Κωνσταντίνου Νέζερ (1870 1936), πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή το 1909 και διακρίθηκε ταχύτατα. Μέχρι το 1918 συνεργαζόταν με την Κυβέλη και διέπρεψε σε κωμικούς και δραματικούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”